Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σίκυς ἄγριος

См. также в других словарях:

  • σίκυς — υος, η και ο, ΝΑ νεοελλ. η καρπουζιά αρχ. 1. το αγγούρι, ο σίκυος 2. το φυτό σίκυος ο άγριος, η πικραγγουριά, γνωστό, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ονοματολογία, ως Εκκβάλιο το ελατήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σικύα (πρβλ. και σίκυος …   Dictionary of Greek

  • αγκέντουμ — ἀγκέντουμ (Α) άγριο αγγούρι, «σίκυς ο άγριος». [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ancentum] …   Dictionary of Greek

  • νότιον — νότιον, τὸ (Α) το φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία σίκυς ο άγριος …   Dictionary of Greek

  • πευκέδανος — ἡ, Α 1. το φυτό πευκέδανο 2. το φυτό σίκυς ο άγριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού πευκέδανον με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • σκορπίον — τὸ, Α [σκορπίος] 1. το αγκαθωτό φυτό τράγος 2. το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό σίκυς ο άγριος 3. το φυτό ηλιοτρόπιο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»